δημηλασία

δημηλασία
δημ-ηλᾰσία, ,
A banishment decreed by the people, exile, A.Supp. 6(anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δημηλασία — δημηλασία, η (Α) [δημήλατος] η ποινή τής εξορίας που επιβάλλεται σε κάποιον με απόφαση τού λαού …   Dictionary of Greek

  • δημηλασίαν — δημηλασίᾱν , δημηλασία banishment decreed by the people fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημήλατος — δημήλατος, ον (Α) φρ. «δημήλατος φυγή» η δημηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ηλατος < ελατός (< ελαύνω), με έκταση τής πρώτης συλλαβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”